- επισκίαση
- η1. το να πέφτει σκιά πάνω σε κάτι, το σκίασμα.2. μτφ., το να υπερέχει κανείς από τους άλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επισκίαση — η (AM ἐπισκίασις) [επισκιάζω] η επισκότιση, το να πέφτει σκιά επάνω σε κάποιον ή κάτι αρχ. μσν. θεϊκή σκέπη και προστασία … Dictionary of Greek
ἐπισκιάσῃ — ἐπισκιά̱σῃ , ἐπισκιάω aor subj mid 2nd sg (attic doric) ἐπισκιά̱σῃ , ἐπισκιάω aor subj act 3rd sg (attic doric) ἐπισκιά̱σῃ , ἐπισκιάω fut ind mid 2nd sg (attic doric) ἐπισκιάζω throw a shade upon aor subj mid 2nd sg ἐπισκιάζω throw a shade upon… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκιάσηι — ἐπισκιά̱σῃ , ἐπισκιάω aor subj mid 2nd sg (attic doric) ἐπισκιά̱σῃ , ἐπισκιάω aor subj act 3rd sg (attic doric) ἐπισκιά̱σῃ , ἐπισκιάω fut ind mid 2nd sg (attic doric) ἐπισκιάσῃ , ἐπισκιάζω throw a shade upon aor subj mid 2nd sg ἐπισκιάσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
Περσεύς — (Αστρον.). Αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, μέσα στον Γαλαξία, μεταξύ των αστερισμών της Ανδρομέδας και του Ηνιόχου, και σε μια περιοχή πλούσια σε αστρικά σμήνη. Αποτελείται από 136 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι, και από τρία αστρικά σμήνη,… … Dictionary of Greek
επιπρόσθηση — η (AM ἐπιπρόσθησις) [επιπροσθώ] 1. παρεμβολή μεταξύ άλλων, παρεμπόδιση, παρακώλυση 2. επικάλυψη, επισκίαση μσν. επιπλέον προσθήκη αρχ. (για πράγμ.) αυτό που χρησιμεύει για απόκρυψη, για κάλυψη … Dictionary of Greek
επισκίασμα — ἐπισκίασμα, τὸ (Α) [επισκιάζω] 1. η επισκίαση 2. το σκοτάδι, όταν γίνεται έκλειψη … Dictionary of Greek
κατασκίασμα — το και κατασκιασμός, ὁ (Μ) [κατασκιάζω] εκκλ. επισκίαση … Dictionary of Greek
νέφωση — η (Α νέφωσις) (νεφούμαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νεφώνομαι, η κάλυψη, επισκίαση τού ουρανού με σύννεφα νεοελλ. (μετεωρ.) το τμήμα τής επιφάνειας τού ουρανού το οποίο καλύπτεται από σύννεφα … Dictionary of Greek
περισκιασμός — ὁ, Α [περισκιάζομαι] (για τη Σελήνη) επισκότιση, επισκίαση, αμαύρωση … Dictionary of Greek